- ενετοκρατία
- ηη περίοδος τής κυριαρχίας τών Ενετών στην Ελλάδα και στο Βυζάντιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ενετός + -κρατία < κράτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κωνστ. Πώπ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενετοκρατία — η η περίοδος της κυριαρχίας των Ενετών στις ελληνικές χώρες από το μεσαίωνα ως τους πρώτους ναπολεόντειους χρόνους (πρβλ. τουρκοκρατία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενετικός — ή, ό (Μ ἑνετικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην Ενετία ή στην ενετοκρατία, βενετικός, βενετσιάνικος («ενετικά τείχη» τείχη που κατασκευάστηκαν από τους Ενετούς, κατά την ενετοκρατία) … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται … Dictionary of Greek
καβαλλαρότος — ο (Μ καβαλλαρότος) έφιππος χωροφύλακας στα Επτάνησα κατά την ενετοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ιταλικής προέλευσης (βλ. και καβαλάρης)] … Dictionary of Greek
Άγριον — Αρχαία πόλη της Κρήτης. Τοποθετείται κοντά στις εκβολές του ποταμού Σταυρωμένου του νομού Ρεθύμνης. Στο μέρος αυτό βρέθηκαν σημαντικές αρχαιότητες, μεταξύ των οποίων πολλά νομίσματα και ένα επιτύμβιο ανάγλυφο που παριστάνει νεαρό κυνηγό με το… … Dictionary of Greek
Αλικιανός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 65 μ., 785 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσουρών. Ο Α. οφείλει το όνομά του, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, στην αρχαία ελληνική λέξη αλικίνος, που σημαίνει δυνατός,… … Dictionary of Greek
Αμάρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 222 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σιβρίτου. Βρίσκεται στις βορειοανατολικές πλαγιές του Κέδρου. Κατά την ενετοκρατία, το Α. υπήρξε πρωτεύουσα μεγαλύτερης… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek